- μελαγχροιής
- μελαγ - χροιής, ές: dark - skinned, swarthy, ‘bronzed,’ Od. 16.175†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μελαγχροιής — και μελανοχροιής, ές (Α) (ποιητ. τ.) μελάγχρους, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χροιής (< χρώς «επιδερμίδα»). Το οι τής μορφής χροιής οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
μελαγχροιής — black skinned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανοχροιής — μελανοχροιής, ές (Α) βλ.μελαγχροιής … Dictionary of Greek